- κολάπτον
- κολάπτωpeckpres part act masc voc sgκολάπτωpeckpres part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολαπτόν — κολαπτός engraved masc acc sg κολαπτός engraved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαπτός — ή, ό (AM κολαπτός, ή, όν) [κολάπτω] αυτός που έχει εγκολαφθεί, εγ χαραχθεί, αυτός που φέρει γλυφές, χαρακτός, χαραγμένος αρχ. φρ. «κολαπτὸν γράμμα» η επιγραφή … Dictionary of Greek